- πίαρ
- τὸ, Α(επικ. και ιων. τ., μόνο σε ονομ. και αιτ.)1. πάχος, λίπος, ξύγγι («βοῶν ἐκ πῑαρ ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.)2. κάθε λιπαρή ή παχύρρευστη ουσία («πῑαρ ἐλαίης», Απολλ. Ρόδ.)3. ο παχύρρευστος χυμός ορισμένων δέντρων4. το γάλα τής συκιάς5. οι θρεπτικές ουσίες τού εδάφους, το πάχος, το" λίπασμα («ἐσθλῆς ἀρούρης πῑαρ», Λυκόφρ.)6. (ως επίθ. για το έδαφος) περιεκτικός, πλούσιος σε θρεπτικές λιπαρές ουσίες, παχύς («ἐπεὶ μάλα πῑαρ ὑπ' οὖδας», Ομ. Οδ.)7. (πιθ. ως επίθ. για το γάλα) το παχύ γάλα, το βούτυρο («πρὶν ἄν ταράξας πῑαρ ἐξέλῃ γάλα», Σόλ.)8. μτφ. το πιο εκλεκτό μέρος κάθε πράγματος, ο αφρός.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πῖαρ και τα παράγωγά της συνδέονται με αρχ. ινδ. pajate «ξεχειλίζω, αφθονώ», το οποίο χρησιμοποιείται για το λίπος ή το γάλα (πρβλ. και τον τ. pīna- «λιπαρός, παχύς»). Το, αρχαϊκού τύπου, ουδ. πῖαρ (< *πῖFαρ) με επίθημα -αρ (πρβλ. έχθ-αρ) αντιστοιχεί προς το αρχ. ινδ. pīvas-, αβεστ. pīvah- «πάχος, λαρδί». Τα επίσης αρχαϊκά επίθ. πίων* (< *πῑFων) και πῑειρα (< *πίFειρα) αντιστοιχούν προς αρχ. ινδ. pīvan-, pīvarī «παχύς, πλούσιος». Αν το επίθ. πιαλέος*, που εμφανίζει το συχνό στην Ελληνική επίθημα -αλέος, είναι αρχ., τότε τα παρ. τού πῖαρ εμφανίζουν όλες τις μορφές τών επιθημάτων: -wer-, -wes-, -wel-, -wen- (για το -wen-, πρβλ. πιαίνω). Εκτός από τους τ. αυτούς, από το πῖαρ παράγεται και η λ. πιμελή με επίθημα -μελ- (πρβλ. θυ-μέλ-η: θύω). Πιθανολογείται η σύνδεση τού τ. πιμελή με το λατ. opimus «παχύς, ευτραφής, πλούσιος», τού οποίου, όμως, το αρκτικό ο- παραμένει δυσερμήνευτο. Οι συνδέσεις τής οικογένειας αυτής με τα ελλ. πῖδαξ, πίτυς, το αρχ. ινδ. pitu- «τροφή», με τους μυκηναϊκούς τ. piweridi, piwerisi (οι οποίοι μάλλον αντιστοιχούν με το ελλ. Πιερίδες) ή με τη γεν. εν. Πείαλος τού ον. μιας φυλής δεν θεωρούνται πιθανές. Η οικογένεια τής λ. πῖαρ διακρίνεται από τις οικογένειες τών στέαρ και λίπα, λιπαρός].
Dictionary of Greek. 2013.